Ένας είναι ο εχθρός του δάσους

Από το βιβλίο του Αλέξη Πουλιανού  που εκδόθηκε το 1976,
 «ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΗΣ ΙΚΑΡΙΑΣ της στεριάς και της θάλασσας» Τόμος Α’ κεφ. Η ΙΚΑΡΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

….Τον Αθέρα δεν τον κάμανε πιάσματα. Είπανε ν’ ανήκει σ’ όλους, να μείνει κοινόχρηστος. Κι έμεινε. Στον Αθέρα αμολούσανε όλοι χιλιάδες αγριοκάτσικα, τα ξακουστά ρασκά κατσίκια της Νικαριάς. Ο καθένας είχε το κοπάδι του, με την ξεχωριστή χαραή στ’ αυτιά, για να το γνωρίζει. Τα κατσίκια αυτά μοναχά τους γυρίζανε και βόσκανε όπου να ΄ταν, γεννούσαν και πλήθαινε το κοπάδι….Δεν τ’ αρμέγανε, να πάρουν το γάλα. Δεν ήταν βολετό τέτοιο πράμα. Μόνο για το κρές τα ΄χανε. Όχι μόνο  Αθέρας ήταν κοινόχρηστος, αλλά στην πραγματικότητα και τα κατσίκια τ΄ Αθέρα ήταν κοινά. Δύσκολο πράμα να ξεδιαλύνεις το δικό σου. Δεν ήτανε βολετό να τα πιάσεις κυνηγώντας τα. Το ρασκό κατσίκι είναι άπιαστο. Άμα δει τα κίντυνα, σκαρφαλώνει σ’ ένα γκρεμνό. Όποιος ήθελε κατσίκι για σφάξιμο, βαστούσε και τον τσεφτά μαζί του. Άμα δεν το ‘πιανε ζωντανό, το σκάγιωνε. Για να μη μπορούν τα ρασκά να κατεβαίνουν χαμηλά στα χτήματα και να κάνουν ζημιά στις καλλιέργειες, χτίσανε όλοι από συμφώνου ένα φράχτη, με πέτρα κουβαλητή, που έζωνε στη μέση, γύρω-γύρω όλο το νησί. Το κάθε χωριό δούλευε στον καταντικρυνό του φράχτη. Πάνω-πάνω στο φράχτη, στήνανε ατσίρους, μακριές και φτενές πέτρες, σαν πλάκες, που γέρνανε κατά τον Αθέρα. Έτσι δν μπορούσε να σαρτάρει το φράχτη κανένα κατσίκι. Ο φράχτης στέκει ακόμα.
  Ήτανε σωστό που πήγαινε τόσο γάλα χαμένο;
  Οι Καριώτες ό,τι κάνανε, το κάνανε με ρέουλο και σωφροσύνη. Τίποτες δε γινόντανε στην τύχη. Οργανώσανε την κτηνοτροφία, έτσι, που να ‘χουν την πιότερη απόδοση με τη λιγότερη φροντίδα και απασχόληση…….
….Σκεφτήκαν οι Καριώτες: Ο Αθέρας είναι άγονη γης. Δε γίνονται καλλιέργειες. Είναι, όμως, δασωμένος ρουμάνια, με λοής-λοής δέντρα: κοτσοπρίνια, αγρέλλες, άργοι, τσουρουμελιές και χαμόδεντρα κουμαριές, λεπρίνια, ασταρακιές, ακισσαριές. Έχει και θυμάρια, ρείκια κι’ ανάμματα. Πλούσια τροφή για το κατσίκι, που τ’ αρέσει να σκαρφαλώνει και να τρώει τα τρυφερά σκασίδια. Έτσι αποφάσισαν να γυροφράξουν τον Αθέρα και να σκορπίσουν μέσα, ξαπολυσώνα, ρασκά κατσίκια. Μονάχα τους γκαστρώνονται, γεννούν, βόσκουν και βρίσκουν και την κοιμητέν τους. Τα ρασκά ήταν μόνον για σφαχτάρια. Όποιος ήθελεν κρές, πήγαινε στον Αθέρα και κατέβαζε τα κατσίκια  που ’θελε. Αυτηδά ήταν η φροντίδα τ’ αθρώπου. Μια και μοναδική. Να γιατί το κρές, το κατσικίσιο κρές, ήτανε μπόλικο, περισσεβγάμενο, σ’ ούλα τα σπιτικά. Κάθε μέρα ήταν πάντα μια σκάφη γεμάτη βραστό κρές. Έτρωεν  ο καθένας όσον τραβούσε η όρεξή του. Ήταν ελεύθερο αγαθό, όπως είν’ ο αέρας να πούμε.
Λένε για το κατσίκι, πως κάνει ζημιά στο δάσος. Είναι οχτρός του, το καταστρέφει. Όποιος και να το λέει-ας μου συχωρέσει-κάνει μεγάλο λάθος. Ό,τι κάνει η φύση, δεν το κάνει ποτές για κακόν της. Για καλό της το κάνει. Έκαμε το κατσίκι, να ζήσει κι αυτό, κι απ’ αυτηδά τη ζήση του να κάνει καλό και στο μέρος που ζει, στα γύρω του δέντρα και στα χαμόκλαδα. Του κατσικιού, έτσ’ είναι από τη φύση του, τ’ αρέσει το τρυφερό φύλλο και το βλασταράκι του δέντρου. Ας είναι μπροστά του ένα γόνατο το χλωρό χορτάρι. Κείνο θα σηκωθεί στα πισινά του και θα τσιμπολογά τα φύλλα του δέντρου. Και δεν κάθεται να σουρομαδήσει καταξάς φύλλο-φύλλο ούλο το κλωνάρι. Είναι πλασμένο να τ’ αρέσει να κινιέται δω και κει και να τρώει λίγο αφ’ τό ‘να δέντρο και λίγο αφ’ τ’ άλλο και να παίρνει βόττα ούλλα τα γύρω του. Κει που το βλέπεις σε ισάδο μέρος να τρώει λαχταριστό τρυφερούδι, εκεά δίνει σάρτους και πήδους και βρίσκεται, άξαφνα, ψηλά σ’ ένα λούρο, για να φάει σκασίδι, από ‘να ξεμοναχεμένο δεντράκι. Αυτή ‘ναι η χαρά του. Όλο να τρέχει, να πηδά και να τρώει. Έτσι που κάνει, όμως, το κατσίκι, γίνεται, άθελά του, κι ο πιο καλός φίλος και φροντιστής του δέντρου. Δεν το ρημάζει. Του παίρνει μονάχα το ξεχείλισμα, το παραπανίσιο ξεβλαστάρωμα. Μ’ αυτό που κάνει, φέρνει ισορροπία στο δέντρο. Γιατί, αλλιώτικα, ούλη τη δύναμη θα την τραβούσαν τα βλαστάρια και δε θα μπορούσε να θρέψει καρπό. Κοντολογής το βλαστοκόβγει το δέντρο, το μυτοκόβγει, σαν που λένε στη Νικαριά. Ένας είναι ο δαίμονας του δάσους, ένας και μοναδικός. Ο άθρωπος. Κοντά στις άλλες συφφορές που προκαλεί, βάλλει φωτιά και στα ρουμάνια. Αυτός είναι- κι όχι το κατσίκι –ο χειρότερος οχτρός του δάσους. Σ’ ένα μέρος χρειάζεται προσοχή. Να μποδιστεί το κατσίκι να πάει σε καμένο ρουμάνι. Εκεί θα βλάψει. Θα τρώει τα καινούργια σκασίδια και δε θα τα’ αφήνει να γίνουν δέντρα. Ο μεγάλος ένοχος κι εδώ είναι ο άνθρωπος. Αυτός έκαψε το ρουμάνι. Η τιμωρία του είναι να το περιφράζει, για να ξαναγίνει κι όχι να ξεκάμει τα κατσίκια…..